δυσάρμοστος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysarmostos
|Transliteration C=dysarmostos
|Beta Code=dusa/rmostos
|Beta Code=dusa/rmostos
|Definition=ον, [[ill-united]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Eum.</span> 13</span>; [[insecure]], πύργος <span class="bibl">App. <span class="title">Mith.</span>34</span>.
|Definition=δυσάρμοστον, [[ill-united]], Id.''Eum.'' 13; [[insecure]], πύργος App. ''Mith.''34.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάρμοστος Medium diacritics: δυσάρμοστος Low diacritics: δυσάρμοστος Capitals: ΔΥΣΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: dysármostos Transliteration B: dysarmostos Transliteration C: dysarmostos Beta Code: dusa/rmostos

English (LSJ)

δυσάρμοστον, ill-united, Id.Eum. 13; insecure, πύργος App. Mith.34.

Spanish (DGE)

-ον
1 desencajado, desbaratado πύργος App.Mith.34.
2 mal avenido πρὸς μὲν ἀλλήλους ... δυσάρμοστοι de tropas de diferente proveniencia, Plu.Eum.13.
3 téc. malo de encajar, malo para la carpintería ὅσα ... δυσαρμοστότερα τῶν ξύλων Anon.in EN 128.22.

German (Pape)

[Seite 676] schlecht verbunden; App. Mithrid. 84; uneinig, Plut. Eum. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
désuni, en désaccord.
Étymologie: δυσ-, ἁρμόττω.

Russian (Dvoretsky)

δυσάρμοστος: находящийся в разладе, ссорящийся (πρὸς ἀλλήλους βαρεῖς καὶ δυσάρμοστοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσάρμοστος: -ον, κακῶς ἡρμοσμένος, μὴ προσαρμοζόμενος, Πλούτ. Εὐμ. 13, Ἀππ. Μιθρ. 34.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσάρμοστος, -ον)
αταίριαστος, ασυμβίβαστος («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῖς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα
αρχ.
(για κτήρια) αυτός που γίνεται επισφαλής εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής.

Greek Monotonic

δυσάρμοστος: -ον (ἁρμόζω), όχι καλά συναρμοσμένος, ασύμφωνος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-άρμοστος, ον ἁρμόζω
ill-united, Plut.