ἀκαλλιέρητος: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akallieritos | |Transliteration C=akallieritos | ||
|Beta Code=a)kallie/rhtos | |Beta Code=a)kallie/rhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκαλλιέρητον, [[not accepted]] by gods, [[ill-omened]], ἱερά Aeschin. 3.131, 152. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκαλλιέρητον, not accepted by gods, ill-omened, ἱερά Aeschin. 3.131, 152.
Spanish (DGE)
-ον
acogido desfavorablemente por los dioses ἱερά Aeschin.3.131, 152, cf. Luc.Bis Acc.2, Philostr.VA 8.7.10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les auspices ne sont pas favorables, non agréé par les dieux.
Étymologie: ἀ, καλλιερέω.
German (Pape)
ἀθύτων καὶ ἀκ. ὄντων τῶν ἱερῶν Aeschin. 3.131 vgl. 152, was Luc. Bis acc. 3 nachahmt, da die Opfer ungünstig, den Göttern nicht angenehm waren.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαλλιέρητος: культ. неугодный богам, являющийся дурным предзнаменованием, неблагоприятный (ἱερά Aesch., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαλλιέρητος: -ον, ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, ἱερά, Αἰσχίν. 72. 16., 75. 12· μυήσεις, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9. 3.
Greek Monolingual
ἀκαλλιέρητος, -ον (Α) καλλιερῶ
ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς
«ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131).
Greek Monotonic
ἀκαλλιέρητος: -ον, αυτός που έλαβε κακό οιωνό· ἱερά, σε Αισχίν.
Middle Liddell
ill-omened, ἱερά Aeschin.