μεθυδώτης: Difference between revisions
From LSJ
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=methydotis | |Transliteration C=methydotis | ||
|Beta Code=mequdw/ths | |Beta Code=mequdw/ths | ||
|Definition= | |Definition=μεθυδώτου, ὁ, [[giver of wine]], of [[Dionysus]], ''AP''9.524.13, Orph.''H.'' 47.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
μεθυδώτου, ὁ, giver of wine, of Dionysus, AP9.524.13, Orph.H. 47.1.
German (Pape)
[Seite 114] ὁ, = μεθυδότης, Bacchus, Hymn. in Bacch. 13 (IX, 524); Orph. H.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui donne le vin.
Étymologie: μέθυ, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
μεθῠδώτης: ου ὁ податель вина, т. е. Дионис-Вакх Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μεθῠδώτης: -ου, ὁ, ὁ διδοὺς ἢ παρέχων οἶνον, Ἀνθ. Π. 9. 524, Ὀρφ. Ὕμν. 46. 1.
Greek Monolingual
μεθυδώτης και μεθυδότης, ὁ (Α)
(ως προσωνυμία του θεού Διονύσου) αυτός που δίδει ή παρέχει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + δώτης και δότης (< δίδωμι), πρβλ. ξενοδώτης.
Greek Monotonic
μεθῠδώτης: -ου, ὁ, αυτός που προσφέρει κρασί, σε Ανθ.