σκιαγραφικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skiagrafikos
|Transliteration C=skiagrafikos
|Beta Code=skiagrafiko/s
|Beta Code=skiagrafiko/s
|Definition=ή, όν, [[illusively painted]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span>p.155</span> C.
|Definition=σκιαγραφική, σκιαγραφικόν, [[illusively painted]], Procl.''in Alc.''p.155 C.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0897.png Seite 897]] ή, όν, zur Malerei mit Schatten und Licht, bes. zur perspectivischen Malerei gehörig, geschickt, ἡ σκιαγραφική, sc. [[τέχνη]], = [[σκιαγραφία]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0897.png Seite 897]] ή, όν, zur Malerei mit Schatten und Licht, bes. zur perspectivischen Malerei gehörig, geschickt, ἡ σκιαγραφική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], = [[σκιαγραφία]], Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱγρᾰφικός Medium diacritics: σκιαγραφικός Low diacritics: σκιαγραφικός Capitals: ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΚΟΣ
Transliteration A: skiagraphikós Transliteration B: skiagraphikos Transliteration C: skiagrafikos Beta Code: skiagrafiko/s

English (LSJ)

σκιαγραφική, σκιαγραφικόν, illusively painted, Procl.in Alc.p.155 C.

German (Pape)

[Seite 897] ή, όν, zur Malerei mit Schatten und Licht, bes. zur perspectivischen Malerei gehörig, geschickt, ἡ σκιαγραφική, sc. τέχνη, = σκιαγραφία, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱγρᾰφικός: -ή, -όν, ὁ ανήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκιαγραφίαν· ἡ σκιαγραφικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., Πρόκλ. ἐν Wytteb. Φιλομαθ. 3, σ. 91.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκιογραφικός, -ή, -όν, ΝΑ σκιαγράφος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία
νεοελλ.
φρ. «σκιαγραφική ουσία»
ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό, προκαλεί φωτεινότερη, σαφέστερη εμφάνισή του στην ακτινογραφική πλάκα.
επίρρ...
σκιαγραφικώς και σκιαγραφικά Ν
με σκιαγραφικό τρόπο, με σκιαγραφία.