ζυγικός: Difference between revisions
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zygikos | |Transliteration C=zygikos | ||
|Beta Code=zugiko/s | |Beta Code=zugiko/s | ||
|Definition=ή, όν, ( | |Definition=ζυγική, ζυγικόν, ([[ζυγός]]) of or for a [[balance]], τὰ ζυγικά Nicom.''Harm.''2. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1140.png Seite 1140]] zur Wage gehörig, Arith. Theolg. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ζῠγικός''': -ή, -όν, (ζυγὸς) ἀνήκων εἰς ζυγὸν (ζυγαριάν), Θεολ. Ἀριθμ. σ. 29. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζυγικός]], -ή, -όν (Α) [[ζυγόν]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[ζυγό]], στη [[ζυγαριά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ζυγικά</i><br />η [[τέχνη]] ζυγίσματος τών σωμάτων. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ζυγική, ζυγικόν, (ζυγός) of or for a balance, τὰ ζυγικά Nicom.Harm.2.
German (Pape)
[Seite 1140] zur Wage gehörig, Arith. Theolg.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγικός: -ή, -όν, (ζυγὸς) ἀνήκων εἰς ζυγὸν (ζυγαριάν), Θεολ. Ἀριθμ. σ. 29.
Greek Monolingual
ζυγικός, -ή, -όν (Α) ζυγόν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζυγό, στη ζυγαριά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζυγικά
η τέχνη ζυγίσματος τών σωμάτων.