τιμητεία: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=timiteia
|Transliteration C=timiteia
|Beta Code=timhtei/a
|Beta Code=timhtei/a
|Definition=ἡ, [[censorship]], Lat. [[censura]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span>16</span>, <span class="bibl"><span class="title">Aem.</span>38</span>, <span class="bibl">D.C.41.14</span>.
|Definition=ἡ, [[censorship]], Lat. [[censura]], Plu.''Cat.Ma.''16, ''Aem.''38, D.C.41.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1115.png Seite 1115]] ἡ, das Amt und die Würde des Censors, Plut. Cat. mai. 16; Aemil. P. 38 steht τιμητία.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1115.png Seite 1115]] ἡ, das Amt und die Würde des Censors, Plut. Cat. mai. 16; Aemil. P. 38 steht τιμητία.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>à Rome</i> [[censure]], [[charge de censeur]].<br />'''Étymologie:''' [[τιμητής]].
}}
{{elru
|elrutext='''τῑμητεία:''' ἡ (лат. [[censura]]) пост цензора (в Риме) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῑμητεία''': ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ τιμητοῦ, Λατ. censura, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 16, κλπ.· [[ὡσαύτως]] τιμητία, ἡ, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, δίς, τὴν διὰ τοῦ ι γραφὴν ἐπηνώρθωσεν ὁ Κοραῆς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
|lstext='''τῑμητεία''': ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ τιμητοῦ, Λατ. censura, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 16, κλπ.· [[ὡσαύτως]] τιμητία, ἡ, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, δίς, τὴν διὰ τοῦ ι γραφὴν ἐπηνώρθωσεν ὁ Κοραῆς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>à Rome</i> censure, charge de censeur.<br />'''Étymologie:''' [[τιμητής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῑμητεία:''' ή τῑμητία ([[τιμητής]] II), ἡ, το [[αξίωμα]] του τιμητή, Λατ. [[censura]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''τῑμητεία:''' ή τῑμητία ([[τιμητής]] II), ἡ, το [[αξίωμα]] του τιμητή, Λατ. [[censura]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῑμητεία:''' ἡ (лат. [[censura]]) пост цензора (в Риме) Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιμητεία Medium diacritics: τιμητεία Low diacritics: τιμητεία Capitals: ΤΙΜΗΤΕΙΑ
Transliteration A: timēteía Transliteration B: timēteia Transliteration C: timiteia Beta Code: timhtei/a

English (LSJ)

ἡ, censorship, Lat. censura, Plu.Cat.Ma.16, Aem.38, D.C.41.14.

German (Pape)

[Seite 1115] ἡ, das Amt und die Würde des Censors, Plut. Cat. mai. 16; Aemil. P. 38 steht τιμητία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
à Rome censure, charge de censeur.
Étymologie: τιμητής.

Russian (Dvoretsky)

τῑμητεία: ἡ (лат. censura) пост цензора (в Риме) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμητεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ τιμητοῦ, Λατ. censura, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 16, κλπ.· ὡσαύτως τιμητία, ἡ, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, δίς, τὴν διὰ τοῦ ι γραφὴν ἐπηνώρθωσεν ὁ Κοραῆς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τιμητεύω
(στην αρχ. Ρώμη) η θητεία, το αξίωμα και η εξουσία του τιμητού, του Ρωμαίου κήνσορα («τῆς δ' ὑπατείας κατόπιν ἔτεσι δέκα τιμητείαν ὁ Κάτων παρήγγειλε», Πλούτ.).

Greek Monotonic

τῑμητεία: ή τῑμητία (τιμητής II), ἡ, το αξίωμα του τιμητή, Λατ. censura, σε Πλούτ.

Middle Liddell

τιμητής II]
the censorship, Lat. censura, Plut.

English (Woodhouse)

Roman magistracy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)