κονιστήριον: Difference between revisions
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=konistirion | |Transliteration C=konistirion | ||
|Beta Code=konisth/rion | |Beta Code=konisth/rion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, = [[κονίστρα]], Vitr.5.11.2, ''IGRom.''4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κονιοτήριον, τὸ (Α)<br />βαθύ [[σκάμμα]] της αρχαίας παλαίστρας και του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η [[πτώση]] τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κονισ</i>- ( | |mltxt=κονιοτήριον, τὸ (Α)<br />βαθύ [[σκάμμα]] της αρχαίας παλαίστρας και του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η [[πτώση]] τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κονισ</i>- ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>κονίσ</i>-<i>ω</i> του [[κονίω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> ([[πρβλ]]. [[βασανιστήριον]], [[θυσιαστήριον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, = κονίστρα, Vitr.5.11.2, IGRom.4.293 ai 19 (Pergam., ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1481] τό, = κονίστρα, Vitruv. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
κονιστήριον: τό, = κονίστρα, Βιτρούβ. 5. 11, Εὐστ. 1113. 63.
Greek Monolingual
κονιοτήριον, τὸ (Α)
βαθύ σκάμμα της αρχαίας παλαίστρας και του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ- (πρβλ. μέλλ. κονίσ-ω του κονίω) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον, θυσιαστήριον)].