ἐγκόλπιος: Difference between revisions
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egkolpios | |Transliteration C=egkolpios | ||
|Beta Code=e)gko/lpios | |Beta Code=e)gko/lpios | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ἐγκόλπιον, in or [[on the bosom]], διδόναι τι ἐ. τῷ ἀέρι Heraclit.''All.''39. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que sopla desde un golfo]] ἄνεμοι Gal.4.520, cf. [[ἐγκολπίας]].<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b> [[que está en el regazo]] o [[en el seno]] en uso pred. δίδωσι δ' ἐγκόλπιον τῷ ἔαρι καὶ τὸν κεστὸν ἱμάντα = <i>pone (Homero) en el regazo de la primavera también la faja bordada</i> Heraclit.<i>All</i>.39, ἵν' ὡς [[ὄφις]] ... ἐ. με τρώσῃς = <i>para que, como una sierpe acogida en mi seno, me hieras</i> como en la fábula esópica, Gr.Naz.M.37.1440A.<br /><b class="num">2</b> en lit. crist. [[que está en el seno]], [[que está en el interior]] en uso pred. τὸν ἐπιδεδημηκότα θεὸν ἐπιγάστριον, τὸν πατρὸς ἐγκόλπιον = <i>al Dios que habitaba en el vientre (de la Virgen), el que estaba en el seno del Padre</i> Anon.Hier.<i>Luc</i>.51.6, ἐγκόλπιον τὸ [[πῦρ]] τῆς ἐπιθυμίας γενήσεται = <i>surgirá en su seno el ardor de la concupiscencia</i> Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.138.4<br /><b class="num">•</b> ref. a miembros disidentes de la Iglesia τὸ ἐγκόλπιον [[ἡμῶν]] [[κακόν]] = <i>la desgracia que tenemos en nuestro seno</i> Gr.Naz.M.37.332A, cf. Phot.<i>Bibl</i>.470b15. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐγκόλπιον, in or on the bosom, διδόναι τι ἐ. τῷ ἀέρι Heraclit.All.39.
Spanish (DGE)
-ον
I que sopla desde un golfo ἄνεμοι Gal.4.520, cf. ἐγκολπίας.
II 1 que está en el regazo o en el seno en uso pred. δίδωσι δ' ἐγκόλπιον τῷ ἔαρι καὶ τὸν κεστὸν ἱμάντα = pone (Homero) en el regazo de la primavera también la faja bordada Heraclit.All.39, ἵν' ὡς ὄφις ... ἐ. με τρώσῃς = para que, como una sierpe acogida en mi seno, me hieras como en la fábula esópica, Gr.Naz.M.37.1440A.
2 en lit. crist. que está en el seno, que está en el interior en uso pred. τὸν ἐπιδεδημηκότα θεὸν ἐπιγάστριον, τὸν πατρὸς ἐγκόλπιον = al Dios que habitaba en el vientre (de la Virgen), el que estaba en el seno del Padre Anon.Hier.Luc.51.6, ἐγκόλπιον τὸ πῦρ τῆς ἐπιθυμίας γενήσεται = surgirá en su seno el ardor de la concupiscencia Gr.Nyss.V.Mos.138.4
• ref. a miembros disidentes de la Iglesia τὸ ἐγκόλπιον ἡμῶν κακόν = la desgracia que tenemos en nuestro seno Gr.Naz.M.37.332A, cf. Phot.Bibl.470b15.
German (Pape)
[Seite 709] im Busen, im Schooß, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκόλπιος: -ον, ἐν τῷ κόλπῳ ἢ ἐπὶ τοῦ κόλπου Ἐκκλ.· ἐγκόλπιον, τό, περίαμμα ἢ κόσμημα κρεμάμενον ἐκ τοῦ λαιμοῦ πρὸ τοῦ κόλπου, Γ. Παχυμ. Μιχ. Παλαιολ. 4. 6, σ. 179C.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐγκόλπιος, -ον)
1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθος («εγκόλπιος σταυρός»)
2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμό
μσν.- νεοελλ.
α) το επιστήθιο του επισκόπου (με την εικόνα του Μεγάλου Αρχιερέως, του Χριστού) ως διακριτικό του αξιώματός του
β) φυλαχτό, γκόλφι
νεοελλ.
περιληπτικό βιβλίο μικρού σχήματος, συνήθως με βασικές χρήσιμες οδηγίες, κανόνες, κανονισμούς κ.λπ. («το εγκόλπιο του μελισσοκόμου», «το εγκόλπιο του ευέλπιδος»)
μσν.
πολύτιμο κόσμημα.