τειχομελής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teichomelis
|Transliteration C=teichomelis
|Beta Code=teixomelh/s
|Beta Code=teixomelh/s
|Definition=ές, [[walling by music]], of Amphion's lyre, <span class="title">AP</span>9.216 (Honest.).
|Definition=τειχομελές, [[walling by music]], of Amphion's lyre, ''AP''9.216 (Honest.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που με τη [[μελωδία]] του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η [[κιθάρα]] του Αμφίονος, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἡδυ</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που με τη [[μελωδία]] του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η [[κιθάρα]] του Αμφίονος, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. [[ἡδυμελής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχομελής Medium diacritics: τειχομελής Low diacritics: τειχομελής Capitals: ΤΕΙΧΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: teichomelḗs Transliteration B: teichomelēs Transliteration C: teichomelis Beta Code: teixomelh/s

English (LSJ)

τειχομελές, walling by music, of Amphion's lyre, AP9.216 (Honest.).

German (Pape)

[Seite 1081] ές, durch Gesänge mit Mauern versehend, κιθάρη, von der Cither des Amphion, Onest. 7 (IX, 216).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont les accents élèvent des murailles en parl. de la lyre d'Amphion.
Étymologie: τεῖχος, μέλος.

Russian (Dvoretsky)

τειχομελής: своими звуками воздвигающий стены (κιθάρη, sc. τοῦ Ἀμφίονος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τειχομελής: -ές, ὁ τειχίζων διὰ μουσικῆς, ἐπὶ τῆς λύρας τοῦ Ἀμφίονος, Ἀνθ. Π. 9. 216.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» — η κιθάρα του Αμφίονος, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυμελής].

Greek Monotonic

τειχομελής: -ές (μέλος), αυτός που τειχίζει δια μουσικής, λέγεται για τη λύρα του Αμφίονα, σε Ανθ.

Middle Liddell

τειχο-μελής, ές μέλος
walling by music, of Amphion's lyre, Anth.