χερσόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chersovios
|Transliteration C=chersovios
|Beta Code=xerso/bios
|Beta Code=xerso/bios
|Definition=ον, [[living on dry land]], opp. [[λιμνόβιος]], <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span> 36.1</span>.
|Definition=χερσόβιον, [[living on dry land]], opp. [[λιμνόβιος]], Philum.''Ven.'' 36.1.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσόβῐος Medium diacritics: χερσόβιος Low diacritics: χερσόβιος Capitals: ΧΕΡΣΟΒΙΟΣ
Transliteration A: chersóbios Transliteration B: chersobios Transliteration C: chersovios Beta Code: xerso/bios

English (LSJ)

χερσόβιον, living on dry land, opp. λιμνόβιος, Philum.Ven. 36.1.

German (Pape)

[Seite 1351] auf dem festen Lande lebend, Gegensatz λιμνόβιος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ λιμνόβιος, Ἀετ. Ἀλεξιφ. 36.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
νεοελλ.
βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί»)
αρχ.
αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνόβιος, ὑγρόβιος)].