ἀνομοιοβαρής: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anomoiovaris | |Transliteration C=anomoiovaris | ||
|Beta Code=a)nomoiobarh/s | |Beta Code=a)nomoiobarh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνομοιοβαρές, [[of unevenly distributed weight]], Arist.''Cael.''273b23. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br />[[que tiene el peso desigualmente distribuido]] τὸ μέγεθος Arist.<i>Cael</i>.273<sup>b</sup>23. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[ungleich]] [[schwer]]</i>, Arist. <i>coel</i>. 1.6. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνομοιοβᾰρής:''' [[неодинакового веса]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνομοιοβᾰρής''': -ές, ὁ ἔχων [[ἄνισον]] βάρος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 6, 8. | |lstext='''ἀνομοιοβᾰρής''': -ές, ὁ ἔχων [[ἄνισον]] βάρος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 6, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀνομοιοβαρής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ίσο [[βάρος]] με άλλον, [[ανισοβαρής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός του οποίου το [[βάρος]] [[είναι]] άνισα κατανεμημένο. | |mltxt=-ές (Α [[ἀνομοιοβαρής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ίσο [[βάρος]] με άλλον, [[ανισοβαρής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός του οποίου το [[βάρος]] [[είναι]] άνισα κατανεμημένο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνομοιοβαρές, of unevenly distributed weight, Arist.Cael.273b23.
Spanish (DGE)
-ές
que tiene el peso desigualmente distribuido τὸ μέγεθος Arist.Cael.273b23.
German (Pape)
ές, ungleich schwer, Arist. coel. 1.6.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομοιοβᾰρής: неодинакового веса Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισον βάρος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 6, 8.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνομοιοβαρής)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ίσο βάρος με άλλον, ανισοβαρής
αρχ.
αυτός του οποίου το βάρος είναι άνισα κατανεμημένο.