ὑπέρωρος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(43)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperoros
|Transliteration C=yperoros
|Beta Code=u(pe/rwros
|Beta Code=u(pe/rwros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">over-ripe</b>, Dsc.1.64, <span class="bibl">Poll.6.54</span>; κάλλος <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>13.165c</span>.</span>
|Definition=ὑπέρωρον, [[over-ripe]], Dsc.1.64, Poll.6.54; κάλλος Them.''Or.''13.165c.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρωρος''': -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, [[ἔξωρος]], κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ [[ὥριμος]], «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, [[ὑπέρωρος]], μέλαινα, [[κάτοπτος]] Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, [[ὅπερ]] ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 54.
|lstext='''ὑπέρωρος''': -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, [[ἔξωρος]], κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ [[ὥριμος]], «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, [[ὑπέρωρος]], μέλαινα, [[κάτοπτος]] Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, [[ὅπερ]] ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» Πολυδ. ϛʹ, 54.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[υπερώριμος]], παραγινωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἔξ</i>-<i>ωρος</i>, <i>πρό</i>-<i>ωρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />[[υπερώριμος]], παραγινωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>), [[πρβλ]]. [[ἔξωρος]], [[πρόωρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρωρος Medium diacritics: ὑπέρωρος Low diacritics: υπέρωρος Capitals: ΥΠΕΡΩΡΟΣ
Transliteration A: hypérōros Transliteration B: hyperōros Transliteration C: yperoros Beta Code: u(pe/rwros

English (LSJ)

ὑπέρωρον, over-ripe, Dsc.1.64, Poll.6.54; κάλλος Them.Or.13.165c.

German (Pape)

[Seite 1205] überzeitig, überreif, Diosc., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρωρος: -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, ἔξωρος, κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ ὥριμος, «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, ὑπέρωρος, μέλαινα, κάτοπτος Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» Πολυδ. ϛʹ, 54.

Greek Monolingual

-ον, Α
υπερώριμος, παραγινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἔξωρος, πρόωρος].