ὀστρακοκονία: Difference between revisions
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
(6_9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ostrakokonia | |Transliteration C=ostrakokonia | ||
|Beta Code=o)strakokoni/a | |Beta Code=o)strakokoni/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[pavement made of crushed potsherds]], [[concrete]], Gp.2.27.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀστρᾰκοκονία''': ἡ, [[ἔδαφος]] κατεστρωμένον διὰ τετριμμένων κεραμίδων, Λατ. pavimentum testaceum, Γεωπ. 2. 27, πρβλ. Βιτρούβ. 7. 1. | |lstext='''ὀστρᾰκοκονία''': ἡ, [[ἔδαφος]] κατεστρωμένον διὰ τετριμμένων κεραμίδων, Λατ. pavimentum testaceum, Γεωπ. 2. 27, πρβλ. Βιτρούβ. 7. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀστρακοκονία]], ἡ (Μ)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ασβεστοκονιάματος αναμεμιγμένου με τριμμένα κεραμίδια και μικρές πέτρες, το οποίο χρησιμοποιούσαν στην [[αρχαιότητα]] για [[επίστρωση]] δαπέδου<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] ή [[δάπεδο]] στρωμένο με αυτό το ασβεστοκονίαμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> [[κονία]] «[[άσβεστος]]». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, pavement made of crushed potsherds, concrete, Gp.2.27.5.
German (Pape)
[Seite 400] ἡ, Estrich von zerschlagenen Ziegeln od. Scherben, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκοκονία: ἡ, ἔδαφος κατεστρωμένον διὰ τετριμμένων κεραμίδων, Λατ. pavimentum testaceum, Γεωπ. 2. 27, πρβλ. Βιτρούβ. 7. 1.
Greek Monolingual
ὀστρακοκονία, ἡ (Μ)
1. είδος ασβεστοκονιάματος αναμεμιγμένου με τριμμένα κεραμίδια και μικρές πέτρες, το οποίο χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για επίστρωση δαπέδου
2. έδαφος ή δάπεδο στρωμένο με αυτό το ασβεστοκονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κονία «άσβεστος».