νυκτήγρετον: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nyktigreton | |Transliteration C=nyktigreton | ||
|Beta Code=nukth/greton | |Beta Code=nukth/greton | ||
|Definition=τό, Oriental plant, said to be luminous at night, <span | |Definition=τό, Oriental plant, said to be luminous at night, Plin.''HN''21.62. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νυκτήγρετον''': τό, [[μυθώδης]] τις [[βοτάνη]] παρὰ Πλινίῳ 21. 57. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτήγρετον]], τὸ (Α)<br />μυθικό [[φυτό]] της Ανατολής για το οποίο έλεγαν ότι έλαμπε [[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ηγρε</i>- του [[ἐγείρω]] (<b>πρβλ.</b> [[νυκτηγρετώ]]) με [[έκταση]] εν συνθέσει]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>eine [[Pflanze]]</i>, Plin. <i>H.N</i>. 21.12, von [[deren]] [[Leuchten]] bei [[Nacht]] viel gefabelt wurde. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Oriental plant, said to be luminous at night, Plin.HN21.62.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτήγρετον: τό, μυθώδης τις βοτάνη παρὰ Πλινίῳ 21. 57.
Greek Monolingual
νυκτήγρετον, τὸ (Α)
μυθικό φυτό της Ανατολής για το οποίο έλεγαν ότι έλαμπε κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + θ. ηγρε- του ἐγείρω (πρβλ. νυκτηγρετώ) με έκταση εν συνθέσει].
German (Pape)
τό, eine Pflanze, Plin. H.N. 21.12, von deren Leuchten bei Nacht viel gefabelt wurde.