οἰακηδόν: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiakidon | |Transliteration C=oiakidon | ||
|Beta Code=oi)akhdo/n | |Beta Code=oi)akhdo/n | ||
|Definition=Adv., (οἴαξ) [[in the manner of an]] [[οἴαξ]], | |Definition=Adv., ([[οἴαξ]]) [[in the manner of an]] [[οἴαξ]], A.D.''Adv.''205.4. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., (οἴαξ) in the manner of an οἴαξ, A.D.Adv.205.4.
Greek (Liddell-Scott)
οἰᾱκηδόν: Ἐπίρρ. κατὰ τρόπον οἴακος, «πᾶν εἰς δὸν λῆγον ἐπίρρημα ποιότητὸς ἐστι παρεμφατικόν, οὐ τόπου, βοτρυδόν, οἰακηδόν, ἀγεληδόν κτλ.» Ἀπολλ. Δύσκ. ἐν Α. Β. 616. 18.
Greek Monolingual
οἰακηδόν (Α)
επίρρ. σαν τον οίακα, με τον τρόπο του οίακα, σαν τιμόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. πρυμνηδόν)].
German (Pape)
[ᾱ], nach Art eines Steuerruders, Apoll.Dysc. adv. 619.