μηνύτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=minytor
|Transliteration C=minytor
|Beta Code=mhnu/twr
|Beta Code=mhnu/twr
|Definition=[ῡ], Dor. μᾱν-, ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μηνυτήρ]], <span class="title">AP</span>11.177 (Lucill.).</span>
|Definition=[ῡ], Dor. [[μανύτωρ]], ορος, ὁ, = [[μηνυτήρ]], ''AP''11.177 (Lucill.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0175.png Seite 175]] ορος, ὁ, poet. = [[μηνυτήρ]], Philp. 39 (XI, 177), in dor. Form μανύτορα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0175.png Seite 175]] ορος, ὁ, poet. = [[μηνυτήρ]], Philp. 39 (XI, 177), in dor. Form μανύτορα.
}}
{{elru
|elrutext='''μηνύτωρ:''' дор. μᾱνύτωρ, ορος (ῡ) ὁ Anth. = [[μηνυτής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και μηνύτορας, ο (Α [[μηνύτωρ]] και δωρ. τ. μανύτωρ)<br />αυτός που παρέχει πληροφορίες, [[αγγελιαφόρος]], [[πληροφοριοδότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μηνύτορας RNΑ»<br /><b>βιολ.</b> [[τύπος]] ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την [[πρωτεϊνοσύνθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηνύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νική</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=και μηνύτορας, ο (Α [[μηνύτωρ]] και δωρ. τ. μανύτωρ)<br />αυτός που παρέχει πληροφορίες, [[αγγελιαφόρος]], [[πληροφοριοδότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μηνύτορας RNΑ»<br /><b>βιολ.</b> [[τύπος]] ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την [[πρωτεϊνοσύνθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηνύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[νικήτωρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηνύτωρ:''' [ῡ], -ορος, ὁ, = [[μηνυτήρ]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μηνύτωρ:''' [ῡ], -ορος, ὁ, = [[μηνυτήρ]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μηνύ¯τωρ, ορος, ὁ, = [[μηνυτήρ]], Anth.] [from [[μηνύω]]
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνύτωρ Medium diacritics: μηνύτωρ Low diacritics: μηνύτωρ Capitals: ΜΗΝΥΤΩΡ
Transliteration A: mēnýtōr Transliteration B: mēnytōr Transliteration C: minytor Beta Code: mhnu/twr

English (LSJ)

[ῡ], Dor. μανύτωρ, ορος, ὁ, = μηνυτήρ, AP11.177 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 175] ορος, ὁ, poet. = μηνυτήρ, Philp. 39 (XI, 177), in dor. Form μανύτορα.

Russian (Dvoretsky)

μηνύτωρ: дор. μᾱνύτωρ, ορος (ῡ) ὁ Anth. = μηνυτής.

Greek (Liddell-Scott)

μηνύτωρ: [ῡ], -ορος, ὁ, = μηνυτήρ, Ἀνθ. Π. 11. 177.

Greek Monolingual

και μηνύτορας, ο (Α μηνύτωρ και δωρ. τ. μανύτωρ)
αυτός που παρέχει πληροφορίες, αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης
νεοελλ.
φρ. «μηνύτορας RNΑ»
βιολ. τύπος ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την πρωτεϊνοσύνθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα -τωρ (πρβλ. νικήτωρ)].

Greek Monotonic

μηνύτωρ: [ῡ], -ορος, ὁ, = μηνυτήρ, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηνύ¯τωρ, ορος, ὁ, = μηνυτήρ, Anth.] [from μηνύω