ἀνέρεικτος: Difference between revisions
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anereiktos | |Transliteration C=anereiktos | ||
|Beta Code=a)ne/reiktos | |Beta Code=a)ne/reiktos | ||
|Definition=or | |Definition=or [[ἀνέρικτος]], ον, [[not bruised]], [[unground]], Hp.''Aff.''52. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[hecho con harina no cernida]], [[integral]], [[ἄρτος]] Hp.<i>Aff</i>.52. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέρεικτος''': -ον, ὁ μὴ [[ἐρεικτός]], μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ. | |lstext='''ἀνέρεικτος''': -ον, ὁ μὴ [[ἐρεικτός]], μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνέρεικτος]] (κ. -ικτος), -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει αλεστεί, [[ακοπάνιστος]], [[άτριφτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ερειχτός</i> «αλεσμένος» <span style="color: red;"><</span> [[ερείκω]] «[[σχίζω]], [[κοπανίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
or ἀνέρικτος, ον, not bruised, unground, Hp.Aff.52.
Spanish (DGE)
-ον
hecho con harina no cernida, integral, ἄρτος Hp.Aff.52.
German (Pape)
[Seite 226] unzerbrochen, unzermalmt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέρεικτος: -ον, ὁ μὴ ἐρεικτός, μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ.
Greek Monolingual
ἀνέρεικτος (κ. -ικτος), -ον (Α)
αυτός που δεν έχει αλεστεί, ακοπάνιστος, άτριφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερειχτός «αλεσμένος» < ερείκω «σχίζω, κοπανίζω»].