γυναικηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gynaikiros
|Transliteration C=gynaikiros
|Beta Code=gunaikhro/s
|Beta Code=gunaikhro/s
|Definition=ά, όν, = [[γυναικεῖος]], <span class="bibl">Diocl.Com.4</span>; γ. τρόπος <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.55B.</span>
|Definition=ά, όν, = [[γυναικεῖος]], Diocl.Com.4; γ. τρόπος Phryn.''PS''p.55B.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γῠναικηρός''': ά, όν,=[[γυναικεῖος]], Διοκλ. (Βακχ. 3) ἐν τοῖς Α.Β. 87, [[ἔνθα]] ὁ Meineke [[ἄνευ]] ἀνάγκης εἰκάζει [[γυναικισμός]]· γυναικηρὸς [[τρόπος]] ἀναφέρεται ὑπὸ Φρυν. αὐτ. 31, [[ἴσως]] ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ποιητοῦ.
|lstext='''γῠναικηρός''': ά, όν,=[[γυναικεῖος]], Διοκλ. (Βακχ. 3) ἐν τοῖς Α.Β. 87, [[ἔνθα]] ὁ Meineke [[ἄνευ]] ἀνάγκης εἰκάζει [[γυναικισμός]]· γυναικηρὸς [[τρόπος]] ἀναφέρεται ὑπὸ Φρυν. αὐτ. 31, [[ἴσως]] ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικηρός Medium diacritics: γυναικηρός Low diacritics: γυναικηρός Capitals: ΓΥΝΑΙΚΗΡΟΣ
Transliteration A: gynaikērós Transliteration B: gynaikēros Transliteration C: gynaikiros Beta Code: gunaikhro/s

English (LSJ)

ά, όν, = γυναικεῖος, Diocl.Com.4; γ. τρόπος Phryn.PSp.55B.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
afeminado s. cont., Diocl.Com.4, γ. τρόπος Phryn.PS 55.

German (Pape)

[Seite 510] = γυναικεῖος, τρόπος B. A. 31.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικηρός: ά, όν,=γυναικεῖος, Διοκλ. (Βακχ. 3) ἐν τοῖς Α.Β. 87, ἔνθα ὁ Meineke ἄνευ ἀνάγκης εἰκάζει γυναικισμός· γυναικηρὸς τρόπος ἀναφέρεται ὑπὸ Φρυν. αὐτ. 31, ἴσως ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ.