ἀνορεξία: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoreksia | |Transliteration C=anoreksia | ||
|Beta Code=a)noreci/a | |Beta Code=a)noreci/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[want of desire]] or [[appetite]], Ti.Locr.102e, Aret.''CA''2.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[falta de apetito]] Ti.Locr.102e, Aret.<i>CA</i> 2.3.9, Pall.<i>H.Mon</i>.8.15. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Mangel]] an Eßlust</i>, Hippocr.; überhaupt <i>[[Freiheit]] von [[Begierde]]</i>, Tim.Locr. 102e. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνορεξία:''' ἡ [[отсутствие влечений]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνορεξία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] ὀρέξεως, Τίμ. Λοκρ. 102Ε, Ἀρετ. Ὀξ. Νουσ. Θεραπ. 2. 3. | |lstext='''ἀνορεξία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] ὀρέξεως, Τίμ. Λοκρ. 102Ε, Ἀρετ. Ὀξ. Νουσ. Θεραπ. 2. 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ανορεξιά, η (Α [[ἀνορεξία]])<br />επίμονη [[έλλειψη]] όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] προθυμίας ή ευεξίας, [[ακεφιά]]<br /><b>2.</b> «νευρική [[ανορεξία]]» — συγκινησιακή ή ψυχολογική [[αποστροφή]] [[προς]] τις τροφές και το [[φαγητό]] που οδηγεί σε υπερβολική [[απίσχνανση]]. | |mltxt=και ανορεξιά, η (Α [[ἀνορεξία]])<br />επίμονη [[έλλειψη]] όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] προθυμίας ή ευεξίας, [[ακεφιά]]<br /><b>2.</b> «νευρική [[ανορεξία]]» — συγκινησιακή ή ψυχολογική [[αποστροφή]] [[προς]] τις τροφές και το [[φαγητό]] που οδηγεί σε υπερβολική [[απίσχνανση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, want of desire or appetite, Ti.Locr.102e, Aret.CA2.3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de apetito Ti.Locr.102e, Aret.CA 2.3.9, Pall.H.Mon.8.15.
German (Pape)
ἡ, Mangel an Eßlust, Hippocr.; überhaupt Freiheit von Begierde, Tim.Locr. 102e.
Russian (Dvoretsky)
ἀνορεξία: ἡ отсутствие влечений Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορεξία: ἡ, ἔλλειψις ὀρέξεως, Τίμ. Λοκρ. 102Ε, Ἀρετ. Ὀξ. Νουσ. Θεραπ. 2. 3.
Greek Monolingual
και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία)
επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό
νεοελλ.
1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά
2. «νευρική ανορεξία» — συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική απίσχνανση.