ἐσσία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=essia
|Transliteration C=essia
|Beta Code=e)ssi/a
|Beta Code=e)ssi/a
|Definition=ἡ, Pythag.Dor.for [[οὐσία]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>401c</span>. ἔσσιμος, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ἔνσιμος]].</span>
|Definition=ἡ, Pythag.Dor. for [[οὐσία]], [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''401c. ἔσσιμος, v. [[ἔνσιμος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1043.png Seite 1043]] ἡ, s. [[ἐσία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1043.png Seite 1043]] ἡ, s. [[ἐσία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσσία:''' = [[ἐσία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐσσία]], ἡ (Α)<br />δωρ. τ. του [[ουσία]].<br />το<br /><b>(ξυλουρ.)</b> εμπορική [[ονομασία]] τεχνικού ξύλου αφρικανικής προέλευσης.
|mltxt=[[ἐσσία]], ἡ (Α)<br />δωρ. τ. του [[ουσία]].<br />το<br /><b>(ξυλουρ.)</b> εμπορική [[ονομασία]] τεχνικού ξύλου αφρικανικής προέλευσης.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσσία:''' = [[ἐσία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσσία Medium diacritics: ἐσσία Low diacritics: εσσία Capitals: ΕΣΣΙΑ
Transliteration A: essía Transliteration B: essia Transliteration C: essia Beta Code: e)ssi/a

English (LSJ)

ἡ, Pythag.Dor. for οὐσία, Pl.Cra.401c. ἔσσιμος, v. ἔνσιμος.

German (Pape)

[Seite 1043] ἡ, s. ἐσία.

Russian (Dvoretsky)

ἐσσία: = ἐσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσσία: ἡ, Πυθαγ. Δωρ. ἀντὶ οὐσία, Φιλόλαος σ. 139, 141 Böckb ἐν Πλάτ. Κρατ. 402C· ὅτι δὲ ὁ τύπος οὖτος καὶ οὐχὶ τὸ ἐσία ἦτο ὁ ἀληθὴς τύπος φαίνεται ἐκ τοῦ Δωρ. β΄ ἑνικ. ἐσσὶ καὶ τῆς θηλ. μετοχ. ἔσσα κτλ., Ahrens D. Dor. σ. 324.

Greek Monolingual

ἐσσία, ἡ (Α)
δωρ. τ. του ουσία.
το
(ξυλουρ.) εμπορική ονομασία τεχνικού ξύλου αφρικανικής προέλευσης.