τυραννοφόνος: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tyrannofonos | |Transliteration C=tyrannofonos | ||
|Beta Code=turannofo/nos | |Beta Code=turannofo/nos | ||
|Definition= | |Definition=τυραννοφόνον, [[slaying tyrants]], AP7.388 (Bianor), D.C.44.35. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
τυραννοφόνον, slaying tyrants, AP7.388 (Bianor), D.C.44.35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τυραννοκτόνος.
Étymologie: τύραννος, πεφνεῖν.
German (Pape)
Tyrannen tötend, Bian. 14 (VII.388).
Russian (Dvoretsky)
τῠραννοφόνος: ὁ Anth. = τυραννοκτόνος.
Greek (Liddell-Scott)
τῠραννοφόνος: -ον, ὡς τὸ τυραννοκτόνος, ὁ φονεύσας τύραννον, Ἀνθ. Π. 7. 388, Δίων Κ. 44. 35.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει τυράννους, τυραννοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροφόνος.
Greek Monotonic
τῠραννοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που φονεύει τυράννους, σε Ανθ.