ὀπισθοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opisthodaktylos
|Transliteration C=opisthodaktylos
|Beta Code=o)pisqoda/ktulos
|Beta Code=o)pisqoda/ktulos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with fingers bent backwards</b>, <span class="bibl">Str.2.1.9</span>.</span>
|Definition=ὀπισθοδάκτυλον, [[with fingers bent backwards]], Str.2.1.9.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0358.png Seite 358]] mit zurückgebogenen Fingern, Strab. 2, 1, 9, als fabelhaftes Volk.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[aux doigts recourbés en arrière]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθε]], [[δάκτυλος]].
}}
{{ls
|lstext='''ὀπισθοδάκτῠλος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους κεκαμμένους πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Στράβ. 70.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπισθοδάκτυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τα δάχτυλα λυγισμένα και στραμμένα [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀπισθοδάκτῠλος:''' -ον, αυτός που έχει τα δάχτυλα των χεριών του λυγισμένα προς τα [[πίσω]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀπισθο-δάκτῠλος, ον,<br />with [[back]]-[[bent]] fingers, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθοδάκτῠλος Medium diacritics: ὀπισθοδάκτυλος Low diacritics: οπισθοδάκτυλος Capitals: ΟΠΙΣΘΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: opisthodáktylos Transliteration B: opisthodaktylos Transliteration C: opisthodaktylos Beta Code: o)pisqoda/ktulos

English (LSJ)

ὀπισθοδάκτυλον, with fingers bent backwards, Str.2.1.9.

German (Pape)

[Seite 358] mit zurückgebogenen Fingern, Strab. 2, 1, 9, als fabelhaftes Volk.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts recourbés en arrière.
Étymologie: ὄπισθε, δάκτυλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους κεκαμμένους πρὸς τὰ ὀπίσω, Στράβ. 70.

Greek Monolingual

ὀπισθοδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει τα δάχτυλα λυγισμένα και στραμμένα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + δάκτυλος.

Greek Monotonic

ὀπισθοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει τα δάχτυλα των χεριών του λυγισμένα προς τα πίσω, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὀπισθο-δάκτῠλος, ον,
with back-bent fingers, Strab.