ἐμφέρβομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emfervomai
|Transliteration C=emfervomai
|Beta Code=e)mfe/rbomai
|Beta Code=e)mfe/rbomai
|Definition=poet. ἐνιφ-, Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feed in</b>, σταθμοῖς <span class="bibl">Mosch.2.80</span>.</span>
|Definition=poet. [[ἐνιφέρβομαι]], Pass., [[feed in]], σταθμοῖς Mosch.2.80.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμφέρβομαι''': ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο [[ταῦρος]] οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80.
|lstext='''ἐμφέρβομαι''': ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο [[ταῦρος]] οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμφέρβομαι]] και ποιητ. τ. [[ἐνιφέρβομαι]] (Α)<br />[[βόσκω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμφέρβομαι:''' ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., [[νέμομαι]], τρέφομαι σε ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Μόσχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet. ἐνιφ-<br />Pass. to [[feed]] in a [[place]], c. dat., Mosch.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφέρβομαι Medium diacritics: ἐμφέρβομαι Low diacritics: εμφέρβομαι Capitals: ΕΜΦΕΡΒΟΜΑΙ
Transliteration A: emphérbomai Transliteration B: empherbomai Transliteration C: emfervomai Beta Code: e)mfe/rbomai

English (LSJ)

poet. ἐνιφέρβομαι, Pass., feed in, σταθμοῖς Mosch.2.80.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο ταῦρος οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80.

Greek Monolingual

ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α)
βόσκω μέσα σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., νέμομαι, τρέφομαι σε ένα μέρος, με δοτ., σε Μόσχ.

Middle Liddell

poet. ἐνιφ-
Pass. to feed in a place, c. dat., Mosch.