λεπτόγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leptogrammos
|Transliteration C=leptogrammos
|Beta Code=lepto/grammos
|Beta Code=lepto/grammos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">written small</b> or <b class="b2">neat</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Symp.</span>17</span>.</span>
|Definition=λεπτόγραμμον, [[written small]] or [[neat]], Id.''Symp.''17.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, [[βιβλίον]] Luc. Conviv. 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, [[βιβλίον]] Luc. Conviv. 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[écrit en caractères très fins]].<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[γράμμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτόγραμμος:''' [[мелко написанный]] Luc.
}}
{{ls
|lstext='''λεπτόγραμμος''': -ον, λεπτῶς γεγραμμένος, Λουκ. Συμπ. 17.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόγραμμος]], -ον)<br />[[γραμμένος]] ή [[εικονογραφημένος]] με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι [[βιβλίον]]» <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που οι γραμμές του προσώπου του [[είναι]] λεπτές, [[λεπτοκαμωμένος]]<br /><b>2.</b> χαραγμένος με λεπτές γραμμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), [[πρβλ]]. [[ισόγραμμος]], [[μονόγραμμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεπτόγραμμος:''' -ον ([[γράμμα]]), αυτός που έχει ψιλές γραμμές, [[γραμμένος]] [[καθαρά]] ή με κομψά, όμορφα γράμματα, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπτό-γραμμος, ον [[γράμμα]]<br />written [[small]] or [[neat]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόγραμμος Medium diacritics: λεπτόγραμμος Low diacritics: λεπτόγραμμος Capitals: ΛΕΠΤΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: leptógrammos Transliteration B: leptogrammos Transliteration C: leptogrammos Beta Code: lepto/grammos

English (LSJ)

λεπτόγραμμον, written small or neat, Id.Symp.17.

German (Pape)

[Seite 30] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, βιβλίον Luc. Conviv. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
écrit en caractères très fins.
Étymologie: λεπτός, γράμμα.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόγραμμος: мелко написанный Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόγραμμος: -ον, λεπτῶς γεγραμμένος, Λουκ. Συμπ. 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόγραμμος, -ον)
γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές του προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος
2. χαραγμένος με λεπτές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ισόγραμμος, μονόγραμμος].

Greek Monotonic

λεπτόγραμμος: -ον (γράμμα), αυτός που έχει ψιλές γραμμές, γραμμένος καθαρά ή με κομψά, όμορφα γράμματα, σε Λουκ.

Middle Liddell

λεπτό-γραμμος, ον γράμμα
written small or neat, Luc.