κατάρραφος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katarrafos
|Transliteration C=katarrafos
|Beta Code=kata/rrafos
|Beta Code=kata/rrafos
|Definition=ον, [[sewn together]], [[patched]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ep.Sat.</span>28</span>.
|Definition=κατάρραφον, [[sewn together]], [[patched]], Luc.''Ep.Sat.''28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[recousu]], [[raccommodé]].<br />'''Étymologie:''' [[καταρράπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάρραφος -ον [καταρράπτω] [[opgelapt]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zusammengenäht]], [[geflickt]]</i>, Luc. <i>epist. [[Saturn]]</i>. 28.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάρρᾰφος:''' [[зашитый]] или [[заплатанный]] (''[[sc.]]'' [[ἐσθής]]) Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάρρᾰφος''': -ον, κατερραμένος, συνερραμένος, ἐμβαλωμένος, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 28.
|lstext='''κατάρρᾰφος''': -ον, κατερραμένος, συνερραμένος, ἐμβαλωμένος, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />recousu, raccommodé.<br />'''Étymologie:''' [[καταρράπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάρρᾰφος:''' -ον, συρραμμένος, μπαλωμένος, αποτελούμενος από ενωμένα κομμάτια, σε Λουκ.
|lsmtext='''κατάρρᾰφος:''' -ον, συρραμμένος, μπαλωμένος, αποτελούμενος από ενωμένα κομμάτια, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάρραφος -ον [καταρράπτω] opgelapt.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάρρᾰφος:''' [[зашитый]] или [[заплатанный]] (sc. [[ἐσθής]]) Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατάρρᾰφος, ον<br />sewn [[together]], patched, Luc.
|mdlsjtxt=κατάρρᾰφος, ον<br />sewn [[together]], patched, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρρᾰφος Medium diacritics: κατάρραφος Low diacritics: κατάρραφος Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: katárraphos Transliteration B: katarraphos Transliteration C: katarrafos Beta Code: kata/rrafos

English (LSJ)

κατάρραφον, sewn together, patched, Luc.Ep.Sat.28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recousu, raccommodé.
Étymologie: καταρράπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρραφος -ον [καταρράπτω] opgelapt.

German (Pape)

zusammengenäht, geflickt, Luc. epist. Saturn. 28.

Russian (Dvoretsky)

κατάρρᾰφος: зашитый или заплатанный (sc. ἐσθής) Luc.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρρᾰφος: -ον, κατερραμένος, συνερραμένος, ἐμβαλωμένος, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 28.

Greek Monolingual

κατάρραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλές ραφές ή πολλά μπαλώματα («ὁλόχρυσον μὲν τὰ ἔξω, κατάρραφον δὲ τὰ ἔνδον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρραφος < (ραφή), πρβλ. πολύρραφος, υπόρραφος].

Greek Monotonic

κατάρρᾰφος: -ον, συρραμμένος, μπαλωμένος, αποτελούμενος από ενωμένα κομμάτια, σε Λουκ.

Middle Liddell

κατάρρᾰφος, ον
sewn together, patched, Luc.