προσαμείβομαι: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosameivomai
|Transliteration C=prosameivomai
|Beta Code=prosamei/bomai
|Beta Code=prosamei/bomai
|Definition=Dor. ποτ-, Med., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">answer</b>, τινα <span class="bibl">Theoc.1.100</span>.</span>
|Definition=Dor. [[ποταμείβομαι]], Med., [[answer]], τινα Theoc.1.100.
}}
{{bailly
|btext=[[répondre]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἀμείβομαι.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden.
}}
{{elru
|elrutext='''προσᾰμείβομαι:''' дор. [[ποταμείβομαι|ποτᾰμείβομαι]] отвечать (τινα Theocr.).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμείβομαι</i> «[[απαντώ]], [[αποκρίνομαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσαμείβομαι:''' Δωρ. ποτ-, Μέσ., [[απαντώ]] <i>τινα</i>, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαμείβομαι''': Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.
|lstext='''προσαμείβομαι''': Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=doric ποτ<br />Mid., to [[answer]], τινα Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰμείβομαι Medium diacritics: προσαμείβομαι Low diacritics: προσαμείβομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
Transliteration A: prosameíbomai Transliteration B: prosameibomai Transliteration C: prosameivomai Beta Code: prosamei/bomai

English (LSJ)

Dor. ποταμείβομαι, Med., answer, τινα Theoc.1.100.

French (Bailly abrégé)

répondre.
Étymologie: πρός, ἀμείβομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰμείβομαι: дор. ποτᾰμείβομαι отвечать (τινα Theocr.).

Greek Monolingual

Α
απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].

Greek Monotonic

προσαμείβομαι: Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.

Middle Liddell

doric ποτ
Mid., to answer, τινα Theocr.