χρησμοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chrismopoios
|Transliteration C=chrismopoios
|Beta Code=xrhsmopoio/s
|Beta Code=xrhsmopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[making oracles in verse]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span> 23</span>.</span>
|Definition=χρησμοποιόν, [[making oracles in verse]], Luc.''Alex.'' 23.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1375.png Seite 1375]] Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1375.png Seite 1375]] Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui compose des oracles (en vers).<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρησμοποιός:''' ὁ [[перелагатель оракулов в стихи]] (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρησμοποιός''': -όν, ὁ στιχουργῶν χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.
|lstext='''χρησμοποιός''': -όν, ὁ στιχουργῶν χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui compose des oracles (en vers).<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρησμοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.
|lsmtext='''χρησμοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρησμοποιός:''' ὁ перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρησμο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] oracles in [[verse]], Luc.
|mdlsjtxt=χρησμο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] oracles in [[verse]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμοποιός Medium diacritics: χρησμοποιός Low diacritics: χρησμοποιός Capitals: ΧΡΗΣΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: chrēsmopoiós Transliteration B: chrēsmopoios Transliteration C: chrismopoios Beta Code: xrhsmopoio/s

English (LSJ)

χρησμοποιόν, making oracles in verse, Luc.Alex. 23.

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui compose des oracles (en vers).
Étymologie: χρησμός, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

χρησμοποιός:перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χρησμοποιός: -όν, ὁ στιχουργῶν χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που γράφει χρησμούς σε στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -ποιός].

Greek Monotonic

χρησμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.

Middle Liddell

χρησμο-ποιός, όν ποιέω
making oracles in verse, Luc.