πανάριον: Difference between revisions
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panarion | |Transliteration C=panarion | ||
|Beta Code=pana/rion | |Beta Code=pana/rion | ||
|Definition=τό, = Lat. [[panarium]] (Gr. [[ἀρτοφόριον]]), | |Definition=τό, = Lat. [[panarium]] (Gr. [[ἀρτοφόριον]]), S.E.''M.''1.234. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, = Lat. panarium (Gr. ἀρτοφόριον), S.E.M.1.234.
German (Pape)
[Seite 457] τό, das lat. panarium, nach Sext. Emp. adv. gramm. 234 zu seiner Zeit schon der gewöhnliche Ausdruck für das griechische ἀρτοφόριον.
Russian (Dvoretsky)
πανάριον: τό (лат. panarium; греч. ἀρτοφόριον) хлебный ларь Sext.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάριον: τό, τὸ Λατ. panarium, ἡ δὲ ἰσοδύναμος Ἑλληνικὴ λέξις εἶναι ἀρτοφόριον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234˙ - ἐπιγραφὴ τοῦ συγγράμματος τοῦ Ἐπιφανίου κατὰ τῶν Αἱρέσεων.
Greek Monolingual
πανάριον, τὸ (Α)
1. αρτοφόριο, κάνιστρο για ψωμί, πανέρι
2. ως κύριο όν. Πανάριον
τίτλος συγγράμματος του Επιφανίου κατά τών αιρέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. panarium (< panis «άρτος»)].