συμβαδίζω: Difference between revisions
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symvadizo | |Transliteration C=symvadizo | ||
|Beta Code=sumbadi/zw | |Beta Code=sumbadi/zw | ||
|Definition=[[go with]], τινι | |Definition=[[go with]], τινι J.''AJ''1.20.3, D.C.77.13, Ael.''NA''7.41. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
go with, τινι J.AJ1.20.3, D.C.77.13, Ael.NA7.41.
German (Pape)
[Seite 976] mitgehen, Themist.
French (Bailly abrégé)
marcher avec, τινι.
Étymologie: σύν, βαδίζω.
Greek (Liddell-Scott)
συμβᾰδίζω: βαδίζω ὁμοῦ, βαίνω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 20, 3, Δίων Κ. 77. 13, Αἰλ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
βαδίζω μαζί με κάποιον άλλο, συμπορεύομαι
νεοελλ.
έχω συνάφεια με κάτι, συνυπάρχω («ο πλούτος δεν συμβαδίζει με την αρετή»).