γραμματοφόρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=grammatoforos | |Transliteration C=grammatoforos | ||
|Beta Code=grammatofo/ros | |Beta Code=grammatofo/ros | ||
|Definition=ὁ, [[letter-carrier]], | |Definition=ὁ, [[letter-carrier]], Plb. 2.61.4, al., Plu.''Pel.''10. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui porte des lettres (<i>lat.</i> tabellarius).<br />'''Étymologie:''' [[γράμμα]], [[φέρω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui porte des lettres (<i>lat.</i> tabellarius).<br />'''Étymologie:''' [[γράμμα]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γραμματοφόρος]] -ου, ὁ [[γράμμα]], [[φέρω]] [[koerier]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γραμμᾰτοφόρος:''' ὁ [[письмоносец]], [[гонец]] Polyb., Plut., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γραμμᾰτοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει γράμματα, σε Πολύβ. | |lsmtext='''γραμμᾰτοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει γράμματα, σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[letter]]-[[carrying]], Polyb. | |mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[letter]]-[[carrying]], Polyb. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, letter-carrier, Plb. 2.61.4, al., Plu.Pel.10.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): frec. γραμματηφ- (esp. pap.)
I 1portador de cartas, mensajero γραμματοφόρον εἰσήγαγον Plb.1.79.9, ἐξαπέστειλε ... γραμματοφόρους Plb.2.61.4, ὁ ... πρεσβευτὴς ἢ γ. TAM 3.2.20 (Termeso II a.C.), ὁ γ. καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἐπιδούς Plu.Pel.10, ἔδει δὲ πανταχόσε τῆς ἀρχῆς διαθεῖν τοὺς γραμματηφόρους τὰ ἐπιτάγματα τοῦ Ἀλεξάνδρου κομίζοντας Luc.Rh.Pr.5, παρεγένετο ἀπὸ βασιλέως Κροίσου γ. Vit.Aesop.G 92, cf. Plb.29.25.1, D.H.20.4.6, Plu.Galb.8, 2.799e, D.C.49.18.5, 63.11.4, 78.14.1, I.AI 11.318.
2 esp. biz. cartero, correo del servicio postal urgente, esp. fluvial ἁλιαδίτης ἤτοι γραμματηφόρος τοῦ ὀξέως δρόμου PFlor.39.6 (IV d.C.) en BL 1.138, cf. PSI 1108.8 (IV d.C.), POxy.3623.8 (IV d.C.), ἁ[λιάδας εἰς τὴν τῶν] γραμματηφόρων ὑπηρεσίαν PBeatty Panop.1.61 (IV d.C.), οἱ διὰ τοῦ πλοῦ τὴν ὁδοιπορίαν ποιούμενοι γραμματοφόροι PBeatty Panop.1.253 (IV d.C.).
II adj.
1 portador de la carta, que lleva la carta, o más bien esta carta οἱ γραμματηφόροι γεωργοί PLond.1073.1 (VI d.C.), γ. ἀνήρ PMasp.194.5 (VI d.C.), μετὰ τῆς γραμματηφό[ρου γυναικό] ς POxy.1839.1 (VI d.C.), τοῦτο ἔπεμψα διὰ τοῦ γραμματηφόρου σταβλίτου POxy.1858.3 (VI/VII d.C.)
•subst. Ἑλλάδιος ... ἔγραψεν μοι διὰ τοῦ γραμματηφόρου PMasp.194.3 (VI d.C.), tb. fem. ἡ γ. Stud.Pal.20.212.1 (VI/VII d.C.).
2 del servicio de correos, postal ἁλιάδες γραμματηφόροι τοῦ ὀξέως δρόμου lanchas o falúas correo del cursus velox, POxy.2765.9 (IV d.C.) (cf. I 2).
German (Pape)
[Seite 504] Briefe tragend, tabellarius, Pol. 2, 61, 4 u. öfter; Luc. rhet. praec. 5; auch γραμματηφόρος, s. Lob. zu Phryn. 682.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui porte des lettres (lat. tabellarius).
Étymologie: γράμμα, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γραμματοφόρος -ου, ὁ γράμμα, φέρω koerier.
Russian (Dvoretsky)
γραμμᾰτοφόρος: ὁ письмоносец, гонец Polyb., Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐπιστολάς, Πολύβ. 2. 61, 4, κλ.
Greek Monolingual
γραμματοφόρος, ο (AM)
ταχυδρόμος
μσν.
ως επίθ. γραμματισμένος.
Greek Monotonic
γραμμᾰτοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γράμματα, σε Πολύβ.