βουθερής: Difference between revisions
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=voutheris | |Transliteration C=voutheris | ||
|Beta Code=bouqerh/s | |Beta Code=bouqerh/s | ||
|Definition= | |Definition=βουθερές, [[affording summer-pasture]], λειμών S.''Tr.''188. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:06, 25 August 2023
English (LSJ)
βουθερές, affording summer-pasture, λειμών S.Tr.188.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): βούθοροι Hsch.
que proporciona pasto para los bueyes en verano λειμών S.Tr.188, cf. βουθερεῖ, βούθοροι Hsch.
German (Pape)
[Seite 456] ές, Rinder sömmernd, weidend, λειμών Soph. Tr. 188.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
où paissent les bœufs durant l'été, ou simpl. où paissent les bœufs, qui nourrit les bœufs.
Étymologie: βοῦς, θέρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουθερής -ές βοῦς, θέρος waar runderen in de zomer verblijven:. ἐν βουθερεῖ λειμῶνι in een zomerweide voor runderen Soph. Tr. 188.
Russian (Dvoretsky)
βουθερής: служащий летним пастбищем для скота (λειμών Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
βουθερής: -ές, ὁ παρέχων βοσκὴν θερινήν, λειμὼν Σοφ. Τρ. 188.
Greek Monolingual
βουθερής, -ές (Α)
(λειμών) αυτός που έχει θερινή βοσκή για τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -θερής < θέρος.
Greek Monotonic
βουθερής: -ές (θέρος), αυτός που παρέχει θερινή βοσκή, σε Σοφ.