μακροπώγων: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makropogon
|Transliteration C=makropogon
|Beta Code=makropw/gwn
|Beta Code=makropw/gwn
|Definition=ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">long-bearded</b>, name of a tribe, <span class="bibl">Str.11.2.1</span>.</span>
|Definition=ωνος, ὁ, ἡ, [[long-bearded]], name of a tribe, Str.11.2.1.
}}
{{bailly
|btext=ωνος;<br /><i>adj. m.</i><br />[[à la longue barbe]].<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[πώγων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροπώγων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὸν πώγωνα, Στράβ. 492.
|lstext='''μακροπώγων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὸν πώγωνα, Στράβ. 492.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μακροπώγων]],-ωνος)<br />αυτός που έχει [[μακριά]] [[γενειάδα]], [[μακρογένης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>oἱ Μακροπώγωνες</i><br />[[ονομασία]] αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. [[βαθυπώγων]], [[τραγοπώγων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μακροπώγων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακρύ [[μούσι]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μακρο-[[πώγων]], ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[long]]-[[bearded]], Strab.
}}
{{pape
|ptext=ωνος, <i>[[langbärtig]]</i>, Poll. 4.143.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροπώγων Medium diacritics: μακροπώγων Low diacritics: μακροπώγων Capitals: ΜΑΚΡΟΠΩΓΩΝ
Transliteration A: makropṓgōn Transliteration B: makropōgōn Transliteration C: makropogon Beta Code: makropw/gwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ, long-bearded, name of a tribe, Str.11.2.1.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
adj. m.
à la longue barbe.
Étymologie: μακρός, πώγων.

Greek (Liddell-Scott)

μακροπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὸν πώγωνα, Στράβ. 492.

Greek Monolingual

ο (Α μακροπώγων,-ωνος)
αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες
ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. βαθυπώγων, τραγοπώγων)].

Greek Monotonic

μακροπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακρύ μούσι, σε Στράβ.

Middle Liddell

μακρο-πώγων, ωνος, ὁ, ἡ,
long-bearded, Strab.

German (Pape)

ωνος, langbärtig, Poll. 4.143.