καταισχυντήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataischyntir | |Transliteration C=kataischyntir | ||
|Beta Code=kataisxunth/r | |Beta Code=kataisxunth/r | ||
|Definition= | |Definition=καταισχυντῆρος, ὁ, [[dishonourer]], δόμων A.''Ag.''1363. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:06, 25 August 2023
English (LSJ)
καταισχυντῆρος, ὁ, dishonourer, δόμων A.Ag.1363.
German (Pape)
[Seite 1351] ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Entehrende, δόμων Aesch. Ag. 1336.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui déshonore, gén..
Étymologie: καταισχύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταισχυντήρ -ῆρος, ὁ [καταισχύνω] onteerder:. δόμων van het huis Aeschl. Ag. 1363.
Russian (Dvoretsky)
καταισχυντήρ: ῆρος ὁ осквернитель (δόμων Aesch.).
Greek Monolingual
καταισχυντήρ, ὁ (Α) καταισχύνω
αυτός που βρίζει, που ατιμάζει.
Greek Monotonic
καταισχυντήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
καταισχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. αἰσχυντήρ, δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.
Middle Liddell
κατ-αισχυντήρ, ῆρος,
a dishonourer, Aesch.