ἰσχυρόχρως: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(6_23)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ischyrochros
|Transliteration C=ischyrochros
|Beta Code=i)sxuro/xrws
|Beta Code=i)sxuro/xrws
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[ταλαύρινος]], Sch.<span class="bibl">Il.5.289</span>.</span>
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, ''Glossaria'' on [[ταλαύρινος]], Sch.Il.5.289.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡρόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[ἰσχυροσώματος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 289.
|lstext='''ἰσχῡρόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[ἰσχυροσώματος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 289.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυρόχρως]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό, στερεό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>ο</i> «[[δέρμα]]»), [[πρβλ]]. [[ερυθρόχρως]], [[λιπαρόχρως]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡρόχρως Medium diacritics: ἰσχυρόχρως Low diacritics: ισχυρόχρως Capitals: ΙΣΧΥΡΟΧΡΩΣ
Transliteration A: ischyróchrōs Transliteration B: ischyrochrōs Transliteration C: ischyrochros Beta Code: i)sxuro/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, Glossaria on ταλαύρινος, Sch.Il.5.289.

German (Pape)

[Seite 1273] ωτος, von starker Haut, Erkl. von ταλαύρινος, Schol. Il. 5, 289.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = ἰσχυροσώματος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 289.

Greek Monolingual

ἰσχυρόχρως, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ισχυρό, στερεό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -χρως < χρώς, ο «δέρμα»), πρβλ. ερυθρόχρως, λιπαρόχρως].