αἰτηματικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(big3_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aitimatikos
|Transliteration C=aitimatikos
|Beta Code=ai)thmatiko/s
|Beta Code=ai)thmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed to ask</b>, <span class="bibl">Artem.4.2</span>.</span>
|Definition=αἰτηματική, αἰτηματικόν, [[disposed to ask]], Artem.4.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[pedido]] (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰτηματικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.
|lstext='''αἰτηματικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[pedido]] (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτηματικός]], -ή, -όν) [[αἴτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποβάλλει [[αίτημα]]<br /><b>2.</b> ο [[απαιτητικός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[fordernd]]</i>, Artem. 4.2.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτηματικός Medium diacritics: αἰτηματικός Low diacritics: αιτηματικός Capitals: ΑΙΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aitēmatikós Transliteration B: aitēmatikos Transliteration C: aitimatikos Beta Code: ai)thmatiko/s

English (LSJ)

αἰτηματική, αἰτηματικόν, disposed to ask, Artem.4.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
pedido (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτηματικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτηματικός, -ή, -όν) αἴτημα
1. αυτός που υποβάλλει αίτημα
2. ο απαιτητικός.

German (Pape)

fordernd, Artem. 4.2.