παπυρώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=papyrodis
|Transliteration C=papyrodis
|Beta Code=papurw/dhs
|Beta Code=papurw/dhs
|Definition=ες, [[like papyrus]], Gal.19.152, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>147</span>.
|Definition=παπυρώδες, [[like papyrus]], Gal.19.152, Sch.E.''Or.''147.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰπῡρώδης Medium diacritics: παπυρώδης Low diacritics: παπυρώδης Capitals: ΠΑΠΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: papyrṓdēs Transliteration B: papyrōdēs Transliteration C: papyrodis Beta Code: papurw/dhs

English (LSJ)

παπυρώδες, like papyrus, Gal.19.152, Sch.E.Or.147.

German (Pape)

[Seite 467] ες, dem Papyrus ähnlich, Schol. Eur. Or. 147.

Greek (Liddell-Scott)

παπῡρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πάπυρον, Γαλην., κλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΝΑ πάπυρος
αυτός που μοιάζει με πάπυρο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παπυρώδης
ανατ. λεπτό τετράπλευρο πέταλο που αποτελεί την εξωτερική επιφάνεια του λαβυρίνθου του ηθμοειδούς οστού και δημιουργεί το εσωτερικό τοίχωμα της κόγχης του οφθαλμού.