μεγάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meganor
|Transliteration C=meganor
|Beta Code=mega/nwr
|Beta Code=mega/nwr
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,</b> = [[μεγαλήνωρ]], [[πλοῦτος]] <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.2</span>.
|Definition=[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, = [[μεγαλήνωρ]], [[πλοῦτος]] Pi.''O.''1.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μεγαλήνωρ]].<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ἀνήρ]].
|btext=ορος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μεγαλήνωρ]].<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[ἀνήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγάνωρ:''' ορος (ᾱ) adj. дор. Pind. = [[μεγαλήνωρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγάνωρ]], -ορος, ὁ και ἡ (Α)<br />[[μεγαλήνωρ]], αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνήρ]] ([[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>άνωρ</i>)].
|mltxt=[[μεγάνωρ]], -ορος, ὁ και ἡ (Α)<br />[[μεγαλήνωρ]], αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνήρ]] ([[πρβλ]]. [[πολυάνωρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[πολύ]] [[ανδροπρεπής]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''μεγάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[πολύ]] [[ανδροπρεπής]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγάνωρ:''' ορος (ᾱ) adj. дор. Pind. = [[μεγαλήνωρ]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεγ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[ἀνήρ]]<br />man-exalting, Pind.
|mdlsjtxt=μεγ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[ἀνήρ]]<br />man-exalting, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾱ́νωρ Medium diacritics: μεγάνωρ Low diacritics: μεγάνωρ Capitals: ΜΕΓΑΝΩΡ
Transliteration A: megánōr Transliteration B: meganōr Transliteration C: meganor Beta Code: mega/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Pi.O.1.2.

German (Pape)

[Seite 108] ορος, den Mann verherrlichend, πλοῦτος, Pind. Ol. 1, 2. Vgl. μεγαλήνωρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. μεγαλήνωρ.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

μεγάνωρ: ορος (ᾱ) adj. дор. Pind. = μεγαλήνωρ.

Greek (Liddell-Scott)

μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Πινδ. Ο. 1. 4.

English (Slater)

μεγᾱνωρ lordly μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2)

Greek Monolingual

μεγάνωρ, -ορος, ὁ και ἡ (Α)
μεγαλήνωρ, αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + ἀνήρ (πρβλ. πολυάνωρ)].

Greek Monotonic

μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδροπρεπής, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μεγ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
man-exalting, Pind.