θεατροκόπος: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theatrokopos | |Transliteration C=theatrokopos | ||
|Beta Code=qeatroko/pos | |Beta Code=qeatroko/pos | ||
|Definition= | |Definition=θεατροκόπον, [[courting applause]], Ptol.''Tetr.''165: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1190.png Seite 1190]] um den Beifall der Zuschauer buhlend, Procl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1190.png Seite 1190]] um den Beifall der Zuschauer buhlend, Procl. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θεᾱτροκόπος''': -ον, ἐπιδιώκων ἐπευφημίας καὶ χειροκροτήματα, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 231· πρβλ. [[δημοκόπος]]· - [[ἐντεῦθεν]], -κοπέω, ἐπιδιώκω ἐπευφημίας διά τι [[πρᾶγμα]], ὕμνους, ᾄδων ὕμνους, Χρησμ. Σιβ. 5. 141 ([[ἔνθα]] τὸ θεα- εἶνε μία συλλαβὴ κατὰ συνίζησιν)· καὶ -[[κοπία]], ἡ, ἐπιδίωξις ἐπευφημίας, Ἀρτεμίδ. 2. 75· πρβλ. [[θεατροσκοπία]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεατροκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιδιώκει επευφημίες και χειροκροτήματα με δημοκοπικά [[μέσα]] και με κολακείες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρο]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. [[δημο]]-[[κόπος]]. <i>ξυλο</i>-[[κόπος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
θεατροκόπον, courting applause, Ptol.Tetr.165:
German (Pape)
[Seite 1190] um den Beifall der Zuschauer buhlend, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροκόπος: -ον, ἐπιδιώκων ἐπευφημίας καὶ χειροκροτήματα, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 231· πρβλ. δημοκόπος· - ἐντεῦθεν, -κοπέω, ἐπιδιώκω ἐπευφημίας διά τι πρᾶγμα, ὕμνους, ᾄδων ὕμνους, Χρησμ. Σιβ. 5. 141 (ἔνθα τὸ θεα- εἶνε μία συλλαβὴ κατὰ συνίζησιν)· καὶ -κοπία, ἡ, ἐπιδίωξις ἐπευφημίας, Ἀρτεμίδ. 2. 75· πρβλ. θεατροσκοπία.
Greek Monolingual
θεατροκόπος, -ον (Α)
αυτός που επιδιώκει επευφημίες και χειροκροτήματα με δημοκοπικά μέσα και με κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος. ξυλο-κόπος.