μηλοβοτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=milovotir | |Transliteration C=milovotir | ||
|Beta Code=mhloboth/r | |Beta Code=mhloboth/r | ||
|Definition= | |Definition=μηλοβοτῆρος, ὁ, [[shepherd]], Il.18.529, ''h.Merc.''286. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
μηλοβοτῆρος, ὁ, shepherd, Il.18.529, h.Merc.286.
German (Pape)
[Seite 172] ῆρος, ὁ, der Schaafhirt, Schäfer, Il. 18, 529 u. sp. D., wie Coluth. 156.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
berger, pâtre.
Étymologie: μῆλον¹, βόσκω.
Russian (Dvoretsky)
μηλοβοτήρ: ῆρος ὁ Hom., HH = μηλοβότης.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοβοτήρ: -ῆρος, ὁ, ποιμὴν προβάτων, Ἰλ. Σ. 529, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 286· - οὕτω μηλοβότης, ου, ὁ, Δωρ. -τας, Πινδ. Ι. 1. 67, Εὐρ. Κύκλ. 53.
English (Autenrieth)
ῆρος: shepherd, pl., Il. 18.529†.
Greek Monolingual
μηλοβοτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
βοσκός προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -βοτήρ (< θ. βο- του βόσκω), πρβλ. ληιβοτήρ.
Greek Monotonic
μηλοβοτήρ: -ῆρος, ὁ, βοσκός, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
a shepherd, Il.