σακκίας: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sakkias | |Transliteration C=sakkias | ||
|Beta Code=sakki/as | |Beta Code=sakki/as | ||
|Definition=(or σακίας) | |Definition=(or [[σακίας]]) [[οἶνος]], [[strained]] wine, Poll.6.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σακκίας''': (ἢ σακίας) [[οἶνος]], [[οἶνος]] στραγγιζόμενος, «[[σακκίας]] δὲ ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς παρ’ Εὐπόλιδι» [[ | |lstext='''σακκίας''': (ἢ σακίας) [[οἶνος]], [[οἶνος]] στραγγιζόμενος, «[[σακκίας]] δὲ ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς παρ’ Εὐπόλιδι» Πολυδ. Ϛ΄, 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[οἶνος]]) ([[κατά]] τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς [[οἶνος]] παρ' Εὐπόλιδι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[σαπρίας]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 25 August 2023
English (LSJ)
(or σακίας) οἶνος, strained wine, Poll.6.18.
German (Pape)
[Seite 858] ὁ, οἶνος, durchgeschlagener, durchgeseihter Wein, Eupolis. bei Poll. 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
σακκίας: (ἢ σακίας) οἶνος, οἶνος στραγγιζόμενος, «σακκίας δὲ ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς παρ’ Εὐπόλιδι» Πολυδ. Ϛ΄, 18.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ' Εὐπόλιδι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα -ίας (πρβλ. σαπρίας)].