χαλκεόθυμος: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkeothymos | |Transliteration C=chalkeothymos | ||
|Beta Code=xalkeo/qumos | |Beta Code=xalkeo/qumos | ||
|Definition= | |Definition=χαλκεόθυμον, = [[χαλκεοκάρδιος]], Polem.''Cyn.''41. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:14, 25 August 2023
English (LSJ)
χαλκεόθυμον, = χαλκεοκάρδιος, Polem.Cyn.41.
German (Pape)
[Seite 1329] mit ehernem, unerschütterlichem Muthe, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεόθῡμος: -ον, = χαλκεοκάρδιος, τοὺς ᾤκτειρεν ἰδών, εἰ καὶ μάλα χαλκεόθυμος Τζέτζ. Ὅμ. 325.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει χάλκινη ψυχή, σταθερό, ακλόνητο φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + θυμός «ψυχή, φρόνημα» (πρβλ. ἀγριόθυμος)].