πολυχαίτης: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polychaitis | |Transliteration C=polychaitis | ||
|Beta Code=poluxai/ths | |Beta Code=poluxai/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span | |Definition=πολυχαίτου, ὁ, [[with much hair]], Hdn.''Epim.''166. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] ὁ, mit vielem Haare, Hdn. epimer. 166. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πολυχαίτης''': -ου, ὁ, ἔχων πολλὴν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 166. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />αυτός που έχει πολλή [[χαίτη]], [[πολλά]] μαλλιά ως [[χαίτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> οι <i>πολυχαίτες</i> και εσφ. τ. <i>πολύχαιτοι</i><br /><b>ζωολ.</b> [[ομοταξία]] θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπόθεση]] πολυχαίτη»<br /><b>(παλαιοντ.)</b> [[θεωρία]] που υποστηρίζει ότι τα [[κωνόδοντα]] αποτελούν [[τμήμα]] του μασητικού μηχανισμού τών πολυχαίτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίτη]]), <b>πρβλ.</b> <i>κυανο</i>-<i>χαίτης</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polychaetes</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:14, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυχαίτου, ὁ, with much hair, Hdn.Epim.166.
German (Pape)
[Seite 676] ὁ, mit vielem Haare, Hdn. epimer. 166.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων πολλὴν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 166.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
αυτός που έχει πολλή χαίτη, πολλά μαλλιά ως χαίτη
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι πολυχαίτες και εσφ. τ. πολύχαιτοι
ζωολ. ομοταξία θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες
2. φρ. «υπόθεση πολυχαίτη»
(παλαιοντ.) θεωρία που υποστηρίζει ότι τα κωνόδοντα αποτελούν τμήμα του μασητικού μηχανισμού τών πολυχαίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο-χαίτης. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polychaetes].