εὐπρεπίζω: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efprepizo | |Transliteration C=efprepizo | ||
|Beta Code=eu)prepi/zw | |Beta Code=eu)prepi/zw | ||
|Definition=in Pass., | |Definition=in Pass., to [[be acceptable]], Aq.''Ps.''140(141).6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[εὐπρεπίζω]]) [[ευπρεπής]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] ευπρεπές, [[τακτοποιώ]], [[συγυρίζω]], [[ευτρεπίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>εὐπρεπίζομαι</i><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[προικισμένος]] με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[είμαι]] [[δεκτός]], [[ευπρόσδεκτος]]. | |mltxt=(ΑΜ [[εὐπρεπίζω]]) [[ευπρεπής]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] ευπρεπές, [[τακτοποιώ]], [[συγυρίζω]], [[ευτρεπίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>εὐπρεπίζομαι</i><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[προικισμένος]] με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[είμαι]] [[δεκτός]], [[ευπρόσδεκτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:14, 25 August 2023
English (LSJ)
in Pass., to be acceptable, Aq.Ps.140(141).6.
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐπρεπίζω) ευπρεπής
κάνω κάτι ευπρεπές, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζω
μσν.
μέσ. εὐπρεπίζομαι
1. είμαι προικισμένος με κάτι
2. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος
αρχ.
παθ. είμαι δεκτός, ευπρόσδεκτος.