ἀντιμεταβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antimetavallo
|Transliteration C=antimetavallo
|Beta Code=a)ntimetaba/llw
|Beta Code=a)ntimetaba/llw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">meet one change with another</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>26</span>.</span>
|Definition=[[meet one change with another]], Hp.''Acut.''26.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[contrarrestar]] con otro cambio μέγα τι Hp.<i>Acut</i>.26<br /><b class="num"></b>[[cambiar]] en v. pas. εἰ μὴ ἀντιμεταβέβληται τὸ ἔργον τῆς εἰρήνης Iul.Pap. en Ath.Al.<i>Apol.Sec</i>.30.4.<br /><b class="num">2</b> intr. [[transformarse]] ὑπὸ ἀνθρώπων ἐσθιόμενα ἀντιμεταβάλλει καὶ γίνεται ἀνθρώπων ... σώματα Origenes M.12.1092C.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιμεταβάλλω''': πρὸς μίαν μεταβολὴν [[ἀντιτάσσω]] ἑτέραν, ἀμοιβαίως [[μεταβάλλω]], Ἱππ. π. Ὀξ. 388, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 8. 93.
|lstext='''ἀντιμεταβάλλω''': πρὸς μίαν μεταβολὴν [[ἀντιτάσσω]] ἑτέραν, ἀμοιβαίως [[μεταβάλλω]], Ἱππ. π. Ὀξ. 388, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 8. 93.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀντιμεταβάλλω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[αντιτάσσω]] μία [[μεταβολή]] σε μία [[άλλη]], [[κάνω]] συνεχείς μεταβολές<br /><b>2.</b> [[μεταβάλλω]] [[τελείως]], [[αντιστρέφω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμεταβάλλω Medium diacritics: ἀντιμεταβάλλω Low diacritics: αντιμεταβάλλω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: antimetabállō Transliteration B: antimetaballō Transliteration C: antimetavallo Beta Code: a)ntimetaba/llw

English (LSJ)

meet one change with another, Hp.Acut.26.

Spanish (DGE)

1 tr. contrarrestar con otro cambio μέγα τι Hp.Acut.26
cambiar en v. pas. εἰ μὴ ἀντιμεταβέβληται τὸ ἔργον τῆς εἰρήνης Iul.Pap. en Ath.Al.Apol.Sec.30.4.
2 intr. transformarse ὑπὸ ἀνθρώπων ἐσθιόμενα ἀντιμεταβάλλει καὶ γίνεται ἀνθρώπων ... σώματα Origenes M.12.1092C.

German (Pape)

[Seite 255] (s. βάλλω), dagegen umändern, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμεταβάλλω: πρὸς μίαν μεταβολὴν ἀντιτάσσω ἑτέραν, ἀμοιβαίως μεταβάλλω, Ἱππ. π. Ὀξ. 388, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 8. 93.

Greek Monolingual

ἀντιμεταβάλλω (AM)
1. αντιτάσσω μία μεταβολή σε μία άλλη, κάνω συνεχείς μεταβολές
2. μεταβάλλω τελείως, αντιστρέφω.