ἀποδεσμεύω: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apodesmeyo
|Transliteration C=apodesmeyo
|Beta Code=a)podesmeu/w
|Beta Code=a)podesmeu/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bind fast]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>26.8</span>, <span class="title">Hippiatr.</span>77.</span>
|Definition=[[bind fast]], [[LXX]] ''Pr.''26.8, ''Hippiatr.''77.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[atar fijamente]] λίθον ἐν σφενδόνῃ [[LXX]] <i>Pr</i>.26.8, cf. <i>Hippiatr</i>.77.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδεσμεύω''': καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).
|lstext='''ἀποδεσμεύω''': καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[atar fijamente]] λίθον ἐν σφενδόνῃ LXX <i>Pr</i>.26.8, cf. <i>Hippiatr</i>.77.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποδεσμεύω]], Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσυνδέω]], [[απαλλάσσω]], [[απελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη [[απόφαση]] μου δεσμευθεί, [[επιτρέπω]] την [[ανάληψη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]] [[σφιχτά]].
|mltxt=(AM [[ἀποδεσμεύω]], Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσυνδέω]], [[απαλλάσσω]], [[απελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[απελευθερώνω]] καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη [[απόφαση]] μου δεσμευθεί, [[επιτρέπω]] την [[ανάληψη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]] [[σφιχτά]].
}}
{{pape
|ptext=und [[ἀποδεσμέω]] ? <i>[[anbinden]] an</i> etwas, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεσμεύω Medium diacritics: ἀποδεσμεύω Low diacritics: αποδεσμεύω Capitals: ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΩ
Transliteration A: apodesmeúō Transliteration B: apodesmeuō Transliteration C: apodesmeyo Beta Code: a)podesmeu/w

English (LSJ)

bind fast, LXX Pr.26.8, Hippiatr.77.

Spanish (DGE)

atar fijamente λίθον ἐν σφενδόνῃ LXX Pr.26.8, cf. Hippiatr.77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεσμεύω: καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).

Greek Monolingual

(AM ἀποδεσμεύω, Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)
νεοελλ.
1. αποσυνδέω, απαλλάσσω, απελευθερώνω
2. απελευθερώνω καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη απόφαση μου δεσμευθεί, επιτρέπω την ανάληψη τους
αρχ.
δένω σφιχτά.

German (Pape)

und ἀποδεσμέω ? anbinden an etwas, Sp.