πλάγος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plagos
|Transliteration C=plagos
|Beta Code=pla/gos
|Beta Code=pla/gos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], εος, τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">side</b>, Dor. word, <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.66.</span>
|Definition=[ᾰ], εος, τό, [[side]], Dor. word, ''Tab.Heracl.''1.66.
}}
{{bailly
|btext=ους (τό) :<br /><i>mot dor.</i><br />[[côté]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[πλάγιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάγος''': τό, τὸ πλάγιον [[μέρος]], ἀρχαία Δωρ. [[λέξις]], ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ [[πλάγιος]] Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.
|lstext='''πλάγος''': τό, τὸ πλάγιον [[μέρος]], ἀρχαία Δωρ. [[λέξις]], ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ [[πλάγιος]] Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.
}}
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />(δωρ. λ.) το πλάγιο [[μέρος]], η [[πλευρά]], το πλάι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. [[πλάγιος]], πιθ. [[κατά]] το [[πλάτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλάγος:''' τό, [[πλευρά]], αρχ. Δωρ. [[λέξη]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλάγος]], εος, τό,<br />the [[side]], old doric [[word]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάγος Medium diacritics: πλάγος Low diacritics: πλάγος Capitals: ΠΛΑΓΟΣ
Transliteration A: plágos Transliteration B: plagos Transliteration C: plagos Beta Code: pla/gos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, side, Dor. word, Tab.Heracl.1.66.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
mot dor.
côté.
Étymologie: cf. πλάγιος.

Greek (Liddell-Scott)

πλάγος: τό, τὸ πλάγιον μέρος, ἀρχαία Δωρ. λέξις, ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ πλάγιος Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος, πιθ. κατά το πλάτος.

Greek Monotonic

πλάγος: τό, πλευρά, αρχ. Δωρ. λέξη.

Middle Liddell

πλάγος, εος, τό,
the side, old doric word.