ἀνατροχάζω: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anatrochazo
|Transliteration C=anatrochazo
|Beta Code=a)natroxa/zw
|Beta Code=a)natroxa/zw
|Definition== [[ἀνατρέχω]], [[κοχλιοειδῶς]] <span class="bibl">Ph.Byz.<span class="title">Mir.</span>1.4</span>.
|Definition== [[ἀνατρέχω]], [[κοχλιοειδῶς]] Ph.Byz.''Mir.''1.4.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατροχάζω Medium diacritics: ἀνατροχάζω Low diacritics: ανατροχάζω Capitals: ΑΝΑΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: anatrocházō Transliteration B: anatrochazō Transliteration C: anatrochazo Beta Code: a)natroxa/zw

English (LSJ)

= ἀνατρέχω, κοχλιοειδῶς Ph.Byz.Mir.1.4.

Spanish (DGE)

recorrer Ph.Byz.Mir.1.4.

German (Pape)

[Seite 212] und ἀνατροχάω, Sp., für ἀνατρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατροχάζω: τύπος μεταγεν. τοῦ ἀνατρέχω, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ἑπτὰ θαυμάτων 1.

Greek Monolingual

ἀνατροχάζω)
(για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ
αρχ.
τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τροχάζωτρέχω») < τροχός.
ΠΑΡ. ανατροχασμός].