Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαιμητόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laimitomos
|Transliteration C=laimitomos
|Beta Code=laimhto/mos
|Beta Code=laimhto/mos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λαιμοτόμος]], <span class="title">AP</span>6.101 (Phil.).</span>
|Definition=λαιμητόμον, = [[λαιμοτόμος]], ''AP''6.101 (Phil.).
}}
{{pape
|ptext=<i>die [[Kehle]] [[abschneidend]]</i>, [[ξίφη]], Philp. 13 (VI.101).
}}
{{elru
|elrutext='''λαιμητόμος:''' Anth. = [[λαιμοτόμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λαιμητόμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[λαιμοτόμος]], Ἀνθ. Π. 6. 101.
|lstext='''λαιμητόμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[λαιμοτόμος]], Ἀνθ. Π. 6. 101.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λαιμητόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[λαιμητόμος]]<br />[[μηχανή]] εφοδιασμένη με πολύ [[βαρύ]] [[μαχαίρι]] που πέφτει από [[ψηλά]], με την οποία γινόταν ο [[αποκεφαλισμός]] τών καταδικασμένων σε θάνατο, [[καρμανιόλα]], [[γκιλοτίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[γυρητόμος]], [[σταχυητόμος]]. Το -<i>η</i>- πιθ. [[προϊόν]] αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαιμητόμος:''' -ον, ποιητ. αντί [[λαιμοτόμος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λαιμη-[[τόμος]], ον [poetic for [[λαιμοτόμος]], Anth.]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=[[ἀντί]] [[λαιμοτόμος]]. Ἀπό τό [[λαιμός]] + [[τέμνω]] (=[[κόβω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τέμνω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμητόμος Medium diacritics: λαιμητόμος Low diacritics: λαιμητόμος Capitals: ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimētómos Transliteration B: laimētomos Transliteration C: laimitomos Beta Code: laimhto/mos

English (LSJ)

λαιμητόμον, = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

die Kehle abschneidend, ξίφη, Philp. 13 (VI.101).

Russian (Dvoretsky)

λαιμητόμος: Anth. = λαιμοτόμος.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

Greek Monolingual

-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρητόμος, σταχυητόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].

Greek Monotonic

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. αντί λαιμοτόμος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαιμη-τόμος, ον [poetic for λαιμοτόμος, Anth.]

Mantoulidis Etymological

ἀντί λαιμοτόμος. Ἀπό τό λαιμός + τέμνω (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τέμνω.