ξύρισμα: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyrisma | |Transliteration C=ksyrisma | ||
|Beta Code=cu/risma | |Beta Code=cu/risma | ||
|Definition=[ῠ], ατος, τό, < | |Definition=[ῠ], ατος, τό, [[shaving]], βοστρύχων Tz.''H.''2.537. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ξύρισμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ξούρισμα]], το (Μ [[ξύρισμα]]) [[ξυρίζω]]<br /><b>1.</b> [[κόψιμο]] τών τριχών του σώματος, και [[ιδίως]] του προσώπου, με [[ξυράφι]] ώς το [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενόχληση]] κάποιου με άσκοπη [[φλυαρία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φύσημα]] παγερού ανέμου, [[ιδίως]] βοριά. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, shaving, βοστρύχων Tz.H.2.537.
Greek (Liddell-Scott)
ξύρισμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537.
Greek Monolingual
και ξούρισμα, το (Μ ξύρισμα) ξυρίζω
1. κόψιμο τών τριχών του σώματος, και ιδίως του προσώπου, με ξυράφι ώς το δέρμα
2. μτφ. ενόχληση κάποιου με άσκοπη φλυαρία
3. μτφ. φύσημα παγερού ανέμου, ιδίως βοριά.