περίκρανον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perikranon | |Transliteration C=perikranon | ||
|Beta Code=peri/kranon | |Beta Code=peri/kranon | ||
|Definition=τό, [[cap]], π. θήρεια | |Definition=τό, [[cap]], π. θήρεια Str.11.4.5, cf. Poll.2.42. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, cap, π. θήρεια Str.11.4.5, cf. Poll.2.42.
German (Pape)
[Seite 581] τό, Umgebung des Hirnschädels, Helm, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
περίκρανον: τό, περικεφαλαία ἢ καθόλου κάλυμμα κεφαλῆς, Στράβ. 502, Πολυδ. Β΄, 42.
Greek Monolingual
τὸ, Α
κάλυμμα κεφαλής, κράνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κρανον (< κρανον, βλ. κρανίο), πρβλ. μεσόκρανον)].